Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Νομικό πλαίσιο προστασίας δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων - Παρατηρήσεις



Το νομικό πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων, παρά τους αναχρονισμούς ή ατέλειες που μπορεί να περιέχει, ουσιαστικά αναδεικνύει τα κενά και προβλήματά του, κατά την εφαρμογή του. Βρισκόμαστε, δυστυχώς, συχνά μπροστά σε φαινόμενα παρέκκλισης από το νόμο, κατά τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας ή της δικαστικής συμπαράστασης. Κι αυτό σημαίνει ότι η παρέκκλιση είναι πολύ μεγαλύτερη αν εξετασθεί η ουσία των πραγμάτων, δηλαδή κατά πόσον υπάρχει μέριμνα για να προστατευθεί και να ωφεληθεί μέσω του νόμου ο ασθενής.

Δικαστική Συμπαράσταση
          Με το νόμο 2447/1996 βελτιώθηκε σημαντικά η σχετική νομοθεσία με την προσαρμογή της στα νεότερα διδάγματα της ψυχιατρικής επιστήμης. Δυστυχώς, όμως, ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης δεν μπόρεσε να λειτουργήσει, όπως τουλάχιστο τον εμπνεύστηκε ο νομοθέτης, εξαιτίας της μη συγκρότησης των προβλεπόμενων από τον νόμο Κοινωνικών Υπηρεσιών. Απόρροια της μη σύστασης των ανωτέρω υπηρεσιών είναι το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης δεν έχει τύχει της δέουσας αντιμετώπισης από την ελληνική πολιτεία.
          Όπως έχει παρατηρηθεί στην πράξη και έχει επισημανθεί, για ορισμένους ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, υπάρχουν κίνδυνοι τόσο για τη διαβίωσή τους, όσο και γενικότερα για τα αστικά τους συμφέροντα από τη στάση του ιδίου του διορισμένου δικαστικού συμπαραστάτη. Αντίστοιχα φαινόμενα είναι ανεξέλεγκτα διότι, όπως επίσης έχει παρατηρηθεί, τα εποπτικά συμβούλια, που εποπτεύουν το έργο της δικαστικής συμπαράστασης είναι στην ουσία αδρανή.
          Για την εξάλειψη των κινδύνων θα πρέπει να δοθεί το δικαίωμα στην Κοινωνική Υπηρεσία των φορέων να συντάσσουν σχετικές εκθέσεις γνωμοδοτικού χαρακτήρα, όπου θα περιγράφονται τα περιστατικά των πράξεων και παραλείψεων του δικαστικού συμπαραστάτη που θέτουν  σε κίνδυνο τα αστικά συμφέροντα του συμπαραστατούμενου.
Άρση του καταλογισμού
          Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα, προβλέπονται βιολογικές προϋποθέσεις για τον ορισμό της ανικανότητας για καταλογισμό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το ποινικό σύστημα χρησιμοποιεί τη μικτή βιολογική-ψυχολογική μέθοδο. Παρ’ όλα αυτά στον προσδιορισμό των βιολογικών προϋποθέσεων ανακύπτουν διάφορα προβλήματα. Για παράδειγμα, το άρθρο 34 ΠΚ δεν αναφέρει τίποτα για ψυχικές διαταραχές που δεν έχει αποδειχθεί ότι αποδίδονται σε οργανικούς παράγοντες. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι διαταραχές που είναι ασαφείς ή υπονοούνται από το νόμο αφήνονται ελεύθερες στο πεδίο της ψυχιατρικής να τις προσδιορίσει, υπόκεινται δηλαδή στην υποκειμενική άποψη του ψυχιάτρου εμπειρογνώμονα.
          Επίσης, πολύ συχνά η διαπίστωση και μόνο της ύπαρξης ψυχικής ασθένειας οδηγεί στην υποστήριξη της άρσης του καταλογισμού. Όμως, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν πρέπει να οδηγεί αυτονόητα στο συμπέρασμα ότι ο δράστης δε γνώριζε το άδικο των πράξεών του.
          Ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου είναι ότι η ψυχιατρική γνωμάτευση λαμβάνει χώρα, συνήθως, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα και αφότου έχουν μεσολαβήσει η σύλληψη και προσαγωγή του δράστη, ο εγκλεισμός του στη φυλακή, γεγονότα ικανά να διαφοροποιήσουν την ψυχική εικόνα και κατάσταση του δράστη.
          Ο ακαταλόγιστος παραβάτης υποβάλλεται σε ένα ιδιότυπο νομικό – ψυχιατρικό καθεστώς, το οποίο διαφέρει και μειονεκτεί τόσο από το καθεστώς του απλού παραβάτη όσο και από το καθεστώς του νοσηλευόμενου σε ψυχιατρική μονάδα. Σκοπός του «μέτρου δημόσιας ασφαλείας» (άρθρο 70 ΠΚ) αποτελεί όχι ο κολασμός του δράστη, αλλά ούτε και η θεραπεία του ψυχικά ασθενούς αυτού δράστη. Αποτελεί η προφύλαξη της κοινωνίας από την επικίνδυνη συμπεριφορά αυτού. Ο έγκλειστος ακαταλόγιστος δράστης όχι μόνο δεν απολαμβάνει τα «ευεργετήματα» του ποινικού κρατούμενου (μετατροπή ποινής, το ορισμένο του χρόνου έκτισης, υφ’ όρων απόλυση, άδειες εξόδου), αλλά ματαιώνεται και η κάθε θεραπευτική προσέγγιση αυτού, αφού το κρίσιμο στοιχείο για το εγκλεισμό του αποτελεί ο βαθμός επικινδυνότητας και όχι η πορεία της υγείας του. Εξάλλου, σε ένα κράτος δικαίου, η στέρηση της ελευθερίας για θεραπευτικούς λόγους αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και λαμβάνει χώρα με αυξημένες προϋποθέσεις, με πρώτιστη αυτή την ύπαρξη της ασθένειας και για χάρη του θεραπευτικού αποτελέσματος, και όχι το πρόσχημα της «επικίνδυνης συμπεριφοράς».
Ακούσια νοσηλεία
          Ο ισχύων νόμος, 2071/1992, έχει θέσει σε ορθολογικές βάσεις το πλαίσιο της ακούσιας νοσηλείας, προβλέποντας ουσιαστικές προϋποθέσεις και διαδικαστικές εγγυήσεις, κατάλληλες για την κατ’ αρχήν αποτροπή καταχρήσεων. Ωστόσο, συχνά γινόμαστε μάρτυρες καταχρηστικής καταφυγής από το δικαστικό σύστημα και το σύστημα υγείας στο εξαιρετικό μέτρο της ακούσιας νοσηλείας.
          Η σημερινή νομοθετική ρύθμιση δεν προβλέπει εναλλακτική θεραπευτική πρόταση προς την ακούσια νοσηλεία. Το μέτρο της «υποχρεωτικής θεραπείας στο σπίτι», το οποίο βρίσκεται σε στάδιο εφαρμογής στη Μεγάλη Βρετανία και τη Σουηδία, και προβλέπει, μετά από απόφαση του ψυχιάτρου, την υλοποίησή του από την κοινοτική υπηρεσία, μπορεί να αποτελέσει ένα εναλλακτικό της ακούσιας νοσηλείας μέτρο.
          Η έλλειψη κοινωνικών πόρων και η απροθυμία πολλών κοινοτικών φορέων συνιστούν δυσκολίες για την εφαρμογή εναλλακτικών εξωνοσοκομειακών θεραπευτικών παρεμβάσεων. Με την πρόληψη, με την ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας ψυχιατρικής περίθαλψης, με την ανάπτυξη υπηρεσιών που θα παρεμβαίνουν έγκαιρα σε κάθε υποτροπή, όπως είναι οι Κινητές Μονάδες, με την εύρυθμη λειτουργία των εξωτερικών ιατρείων και των κέντρων ψυχικής υγείας, όπου θα γίνεται η τόσο αναγκαία για την πρόληψη του εγκλεισμού υποστήριξη και «συνέχεια της φροντίδας», είναι επιστημονικά επιβεβαιωμένο πως ελαχιστοποιούνται οι ανάγκες ακούσιας νοσηλείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: