Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Γνωμοδότηση της ΚΛΙΜΑΚΑ στην Κοινοβουλευτική Συνεδρίαση Εξέτασης της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και για την προστασία των θυμάτων, με την οποία καταργείται η απόφαση -πλαίσιο 2002/629 ΔΕΥ. [COM (2009) 136 τελικό] - 23 Ιουλίου 2009



Το trafficking είναι ένα ιδιαιτέρως σύνθετο φαινόμενο που συνδέεται με διάφορα πεδία: αυτό της μεταναστευτικής πολιτικής, το οργανωμένο έγκλημα, την πορνεία, την εξαναγκαστική εργασία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη βία αλλά και την αντανακλώμενη σ’ αυτό κοινωνική παθολογία. Στις μέρες μας η εκμετάλλευση των θυμάτων γίνεται όλο και πιο επιδεικτικά αποτρόπαια, συνεργώντας σ’ αυτό ο γενικός εφησυχασμός και η γενική απάθεια των κοινωνιών μας. Η εμπορία ανθρώπων δεν είναι απλά ένα περιστασιακό φαινόμενο που επηρεάζει μεμονωμένα άτομα. Είναι  ένα φαινόμενο με εκτεταμένες επιπτώσεις σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Είναι ένα πρόβλημα που απειλεί και προκαλεί σε διεθνές επίπεδο, ενώ δυναμιτίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα, τη δικαιοσύνη και τη διεθνή έννομη τάξη.

Η «Απόφαση – Πλαίσιο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και για την προστασία των θυμάτων», στην παράγραφο 3.1.Ε. δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον άξονα της πρόληψης.
Η πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους μπορεί να επιτευχθεί ουσιαστικά και αποτελεσματικά μέσω της καταπολέμησης των αιτιών που ευνοούν την ανάπτυξη του φαινομένου. Τα αίτια αυτά είναι, κατά κύριο λόγο, όμοια εκείνα που οδηγούν στην εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και τα οποία συνοψίζονται στην οικονομική εξαθλίωση που αγγίζει ορισμένες περιοχές του πλανήτη, την ανεργία, την άγνοια και τις χαλαρές κρατικές δομές, που διευκολύνουν ιδιαίτερα το έργο των δραστών. Αποτελεσματικές, συνακόλουθα, πρακτικές για την πρόληψη του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων είναι εκείνες οι οποίες στοχεύουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση των γενεσιουργών παραγόντων και προς το σκοπό αυτό προσανατολίζονται οι περισσότερες δράσεις που αναπτύσσονται σε διεθνές επίπεδο, σε αντίθεσή με τις δράσεις πρόληψης που ουσιαστικά απουσιάζουν στην Ελλάδα.
Καταλυτικό παράγοντα για την αποτελεσματική πρόληψη του φαινομένου αυτού διαδραματίζει η συνεργασία μεταξύ των σχετικών φορέων, συνεργασία η οποία αποτελεί την απάντηση απέναντι στο πολύπλοκο αυτό φαινόμενο, που επηρεάζει ταυτόχρονα διάφορες πτυχές της κοινωνικοπολιτικής δομής των χωρών.
Το πρώτο βασικό στάδιο για την πρόληψη του φαινομένου είναι η κατανόησή του. Η κατανόηση αυτή δύναται να επέλθει μέσω της υλοποίησης προγραμμάτων έρευνας και μελέτης της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Η έρευνα, άλλωστε συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάρτιση και υλοποίηση ολοκληρωμένων στρατηγικών πρόληψης. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί μεγάλες επιδόσεις παγκοσμίως στον τομέα της έρευνας, διαπιστώνεται ότι η πληροφόρηση σχετικά με τις τάσεις που αναπτύσσει το φαινόμενο και το μέγεθός του είναι ακόμη περιορισμένη. Οι κύριες αιτίες της ελλιπούς κατανόησης του προβλήματος εντοπίζονται στην περιοχή της στατιστικής και της συλλογής στοιχείων και αποδίδονται σε ποικίλους λόγους όπως στην περιορισμένη εφαρμογή των μέτρων προστασίας των θυμάτων, στο φόβο των θυμάτων για απέλαση, στη σύγχυση των στοιχείων που αφορούν την εμπορία ανθρώπων με εκείνα που αφορούν την παράνομη διακίνηση και την παράνομη μετανάστευση, σε ανεπαρκείς μηχανισμούς αναγνώρισης των θυμάτων κοκ.
Μια έρευνα για την εμπορία θα πρέπει να προχωρά σε βάθος, να στοχεύει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα, να μελετά τοπικά προβλήματα αλλά και τις γενεσιουργές αιτίες, καθώς επίσης, να διερευνά τις σχέσεις με άλλα φαινόμενα, όπως η έμφυλη ανισότητα και το εθνικό και κοινωνικό περιβάλλον. Λόγω της δυναμικότητας που εμφανίζει το πρόβλημα της εμπορίας ανθρώπων, συνιστάται η χρήση νέων μεθόδων, που να είναι σχεδιασμένες με τρόπο που να ανιχνεύουν και να μελετούν τις μεταβολές που εμφανίζονται στην εμπορία, προκειμένου να διευκολυνθεί η λήψη αποφάσεων. Για τις δυναμικές και ευέλικτες πολιτικές καταπολέμησης της εμπορίας κατάλληλες θεωρούνται οι τακτικές εκθέσεις και εκτιμήσεις της κατάστασης, ώστε να εντοπίζονται ταχέως οι αλλαγές του φαινομένου και να αντιμετωπίζονται με την έγκαιρη ανάπτυξη συστημάτων προειδοποίησης και την έγκαιρη ανταπόκριση στις νέες μορφές που εμφανίζει η εμπορία ανθρώπων.
Η έρευνα θα πρέπει να ακολουθείται από τη διάχυση της πληροφόρησης και ιδιαιτέρως την ένταξη στους αποδέκτες αυτής, των «ειδικών», των προσώπων που έρχονται σε επαφή με τα θύματα κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, όπως αστυνομικοί, γιατροί, δικαστικοί υπάλληλοι κ.λπ, διότι αποκτούν με αυτόν τον τρόπο εξειδικευμένες γνώσεις σχετικά με διάφορες πτυχές της εμπορίας ανθρώπων. Όσον αφορά στις ομάδες ευάλωτων προσώπων, η πληροφόρηση μπορεί να έχει ως περιεχόμενο την ασφαλή μετανάστευση και τις υπάρχουσες ευκαιρίες για εργασία στις χώρες προορισμού. Πληροφορίες, ακόμη, για τις συμβάσεις εργασίας, τους ισχύοντες όρους και τη νομοθεσία για την απασχόληση, τα σημεία όπου είναι δυνατόν να τους παρασχεθεί βοήθεια κοκ.
Άλλη μορφή μέτρων με προληπτικό χαρακτήρα, τα οποία επιβάλλεται να λάβουν ή να ενισχύσουν τα συμβαλλόμενα μέρη είναι, και κατά το άρθρο 6 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2005 για τις δράσεις καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων, τα μέτρα που έχουν στόχο να αποθαρρύνουν τη ζήτηση η οποία ευνοεί όλες τις μορφές εκμετάλλευσης προσώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών, που οδηγούν στην εμπορία. Με τη διάταξη αυτή, οι συντάκτες της Σύμβασης, στοχεύουν να καταπολεμήσουν από μία άλλη πλευρά την εμπορία ανθρώπων, εκείνη των πιθανών αποδεκτών κάθε μορφής υπηρεσίας, που ευνοεί την εμπορία ανθρώπων. Είτε πρόκειται για σεξουαλικές υπηρεσίες, είτε για υπηρεσίες που προσφέρονται από θύματα υπό καθεστώς εξαναγκαστικής εργασίας ή δουλείας, καθώς και τα προϊόντα που έχουν παραχθεί από τα πρόσωπα αυτά υπό καθεστώς εκμετάλλευσης, είτε πρόκειται για απόκτηση οργάνων του ανθρωπίνου σώματος που έχουν παράνομα αφαιρεθεί. Το εν λόγω κείμενο αποτελεί την πρώτη φορά που το θέμα της ζήτησης αντιμετωπίζεται από διεθνές κείμενο.
Τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν για την πραγματοποίηση του στόχου της εν λόγω διάταξης μπορεί να είναι νομοθετικά, διοικητικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά ή άλλης μορφής. Απαραίτητη θεωρείται και σε αυτήν την περίπτωση η έρευνα για την κατανόηση του προβλήματος της «ζήτησης», όπως και των κινήτρων που δημιουργούν πελατεία για υπηρεσίες και προϊόντα που προέρχονται από θύματα εμπορίας, με σκοπό την απόκτηση πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την ενημέρωση και εκπαίδευση των εμπλεκομένων προσώπων και, περαιτέρω, την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες ήδη γίνονται εκστρατείες ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης των (εν δυνάμει) πελατών σεξουαλικών υπηρεσιών σχετικά με την εμπορία και χρησιμοποιούνται πρακτικές που έχουν θετικά αποτελέσματα, όπως η χρήση ανοιχτών γραμμών επικοινωνίας (hotlines), το διαδίκτυο, η πρόβλεψη δεικτών για την αναγνώριση γυναικών – θυμάτων εμπορίας. Αντιθέτως, όμως, λίγες φαίνεται να είναι προς το παρόν οι καλές πρακτικές για την καταπολέμηση της ζήτησης φθηνής εργασίας και φθηνών προϊόντων που προέρχονται από εξαναγκαστική εργασία.
(Κακώς) σε κάποιες χώρες έχει επικρατήσει η άποψη ότι η φύση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι κατά κάποιον τρόπο συμβατή με τη χρήση του ποινικού δικαίου που ποινικοποιεί τους χρήστες των υπηρεσιών πορνείας (τους πελάτες). Αυτή η άποψη θα πρέπει να απορριφθεί γιατί οι άνδρες δε σημαίνει πως «έχουν δικαίωμα» να χρησιμοποιούν εκπορνευόμενα άτομα. Εκείνο που μετρά ως ανθρώπινο δικαίωμα είναι όταν το δικαίωμα για χρήση εκπορνευόμενου ατόμου από πελάτη έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα του πρώτου για την αξιοπρέπειά του, όταν το ίδιο αυτό άτομο είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων. Γιατί, τότε, το δικαίωμά του πρέπει να προστατευθεί. Και αυτό το ζήτημα τίθεται υπεράνω κάθε άλλου δικαιώματος.
Αναφορικά με τα συνοριακά μέτρα, επισημαίνεται ότι αν και μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της εμπορίας, θα πρέπει να σχεδιαστούν με τρόπο που δε θα οδηγήσουν σε αντίθετα αποτελέσματα, διότι από την πράξη έχει αποδειχθεί ότι η παρεμπόδιση της εισόδου προσώπων στο έδαφος μιας χώρας δεν απέτρεψε εν τέλει την εμπορία αυτών των προσώπων. Απεναντίας, η παρεμπόδιση της εισόδου, οδήγησε τα άτομα αυτά στα χέρια των διακινητών, οι οποίοι τα υποβοήθησαν με παράνομους τρόπους να φτάσουν στη χώρα προορισμού, όπως αρχικά επιθυμούσαν. Έτσι, προτείνεται η υιοθέτηση ήπιων μεθόδων, όπως παροχή πληροφοριών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των «μεταναστών», καθώς και πληροφορίες για τα σημεία όπου μπορεί να τους παρασχεθεί βοήθεια στη χώρα προορισμού, η δημιουργία της εντύπωσης στον εισερχόμενο στη χώρα ότι μπορεί εύκολα να προσεγγίσει τις αρχές, ώστε το θύμα εμπορίας που μεταφέρεται να αποκτήσει το θάρρος που χρειάζεται για να ζητήσει βοήθεια.
Μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων πρέπει να ενταχθούν στα μέτρα για τη διαχείριση της μετανάστευσης, χωρίς, ωστόσο, να συγχέεται η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων με την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης. Είναι αναγκαίο να εξεταστούν τρόποι για την αύξηση της νόμιμης μετανάστευσης οικονομικών μεταναστών, προκειμένου να ελαττωθεί η χρησιμοποίηση παράνομων μέσων για μετανάστευση.
Τέλος, σημαντικός τρόπος για να χτυπηθούν οι αιτίες της εμπορίας ανθρώπων πρέπει να αποτελούν οι προσπάθειες που στοχεύουν στη μείωση της ζήτησης σεξουαλικών υπηρεσιών και της φθηνής εργασίας. Οι προσπάθειες αυτές περιλαμβάνουν εκπαίδευση για την ισότητα και τον αλληλοσεβασμό μεταξύ των φύλων και εκστρατείες ευαισθητοποίησης των πελατών. Μιλώντας για παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών, δεν μπορούμε επ’ άπειρον να παραλείπουμε διακριτικά τους αποδέκτες αυτών των υπηρεσιών. Ίσως πιο ανησυχητική από την αύξηση του αριθμού θυμάτων – ή τουλάχιστον άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν – είναι η αύξηση και διαφοροποίηση της ομάδας των πελατών. Μέχρι πρότινος, μιλούσαμε για συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, με τα δικά τους κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, αλλά και κίνητρα. Τώρα, μιλάμε για ένα εκατομμύριο Έλληνες χρήστες σεξουαλικών υπηρεσιών, δηλαδή, το ένα τρίτο του σεξουαλικά ενεργού ελληνικού πληθυσμού.
1) Τα μέτρα πρόληψης πρέπει να στοχεύουν τις γενεσιουργές αιτίες της εμπορίας ανθρώπων. Έτσι, τονίζεται ότι στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων που βασίζεται στα θεμελιώδη δικαιώματα, πρέπει να περιλαμβάνεται η καταπολέμηση της έμφυλης βίας και των κοινωνικών δομών που δημιουργούν ευνοϊκό περιβάλλον για την εμπορία ανθρώπων.
2) Για την ανάπτυξη αποτελεσματικών μέτρων για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων είναι απαραίτητη η έρευνα και η ανάλυση στοιχείων για το χαρακτήρα και την έκταση εξάπλωσης της εμπορίας, καθώς και για τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται από τα οργανωμένα κυκλώματα του εγκλήματος. Μεταξύ άλλων, η έρευνα πρέπει να ασχοληθεί με τη ζήτηση υπηρεσιών που προσφέρονται από θύματα εμπορίας, με σκοπό να εξετασθούν στη συνέχεια μέθοδοι που θα οδηγήσουν στη μείωση των πελατών.
3) Απαραίτητη είναι η παροχή εκπαίδευσης αστυνομικών, δικαστικών, του προσωπικού κρατικών φορέων, οργανισμών και ΜΚΟ, με σκοπό να βελτιωθούν οι τρόπο χειρισμού περιπτώσεων εμπορίας, να βελτιωθεί η ικανότητα αρμοδίων προσώπων κατά την αναγνώριση και διάσωση θυμάτων, καθώς και να βελτιωθούν οι τρόπο μεταχείρισης των θυμάτων από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές, ώστε να μην παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματά τους.
4) Η οργάνωση εκστρατειών για την ευαισθητοποίηση και ενημέρωση για την εμπορία ανθρώπων πρέπει να είναι συνεχής. Στους αποδέκτες συγκαταλέγεται κάθε εμπλεκόμενη στην αντιμετώπιση της εμπορίας ομάδα προσώπων, καθώς και τα εν δυνάμει θύματα και οι πελάτες υπηρεσιών που προσφέρονται από θύματα. Πρέπει να χρησιμοποιείται κάθε μέσο επικοινωνίας και διάχυσης πληροφοριών.
5) Η διενέργεια διοικητικών ελέγχων σε φορείς που εμπλέκονται συχνά στο modus operandi των κυκλωμάτων εμπορίας, όπως γραφεία συνοικεσίων, πρακτορεία εργασίας, ταξιδίων, συνοδών. Η διενέργεια ελέγχων μπορεί να συμβάλει στην αποτροπή περιπτώσεων εμπορίας. Η πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας των θυμάτων μπορεί να έχει αποτελέσματα με τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων εναντίον της παράνομης εργασίας και την προώθηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στις χώρες προέλευσης και προορισμού.
Εν κατακλείδι, πεποίθησή μας αποτελεί ότι το έργο της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και των εμπλεκόμενων επαγγελματιών για την αντιμετώπιση του φαινομένου, δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο από την ανοχή μιας κοινωνίας που θεωρεί την διακίνηση και εμπορία ατόμων από τα «φτωχότερα» κράτη του πλανήτη, σαν κάτι μάλλον φυσιολογικό. Μιας κοινωνίας εθισμένης στην ύπαρξη ενός παράνομου κόσμου, ο οποίος όμως δεν είναι πλέον κρυφός.



Δεν υπάρχουν σχόλια: